ὑποσκαλμίς

ὑποσκαλμίς
ὑποσκαλμίς, ίδος, ,
A the lower part of a σκαλμός, EM715.22.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑποσκαλμίς — the lower part of a fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποσκαλμίδα — η / ὑποσκαλμίς, ίδος, ΝΑ ναυτ. η βάση τού σκαλμού, ξύλινο ή μεταλλικό στήριγμα που ισχυροποιεί την κουπαστή τής βάρκας στην περιοχή τού σκαλμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σκαλμός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. ψηφ ίς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”